[…]
«Κλέι, μ’ αγάπησες ποτέ;»
Κοιτάζω προσεκτικά μια γιγαντοαφίσα και λέω ότι δεν άκουσα τι είπε.
«Σε ρώτησα αν μ’ αγάπησες ποτέ».
Στη βεράντα ο ήλιος σκάει μες στα μάτια μου και για μια εκτυφλωτική στιγμή βλέπω τον εαυτό μου καθαρά. Θυμάμαι την πρώτη φορά που κάναμε έρωτα, στο σπίτι στο Παλμ Σπρινγκς, το κορμί της μαυρισμένο και υγρό, ξαπλωμένο πάνω στα δροσερά, άσπρα σεντόνια.
«Μην το κάνεις αυτό, Μπλαιρ», της λέω.
«Θέλω να μου πεις».
Δεν λέω τίποτα.
«Τόσο δύσκολο είναι ν’ απαντήσεις σ’ αυτή την ερώτηση;»
Την κοιτάζω κατάματα.
«Ναι ή όχι;»
«Γιατί;»
«Που να πάρει, Κλέι. Πες μου». Αναστενάζει.
«Ναι, βέβαια, μάλλον».
«Μη μου λες ψεμματα».
«Γαμώ το, τι θέλεις ν’ ακούσεις δηλαδή;»
«Θέλω να μου πεις», λέει, υψώνοντας τη φωνή της.
«’Οχι», φωνάζω σχεδόν. «Ποτέ μου δεν σ’ αγάπησα».Κοντεύουν να με πιάσουν τα γέλια.
Παίρνει ανάσα και λέει: «Σ’ ευχάριστώ. Αυτό ήθελα να μάθω και μόνο». Πίνει λίγο απ’ το κρασί της.
«Εσύ μ’ αγάπησες ποτέ σου;» την ρωτάω με τη σειρά μου, παρ’ όλο που τώρα πια ούτε που με νοιάζει.
Δεν απαντάει αμέσως. «Το ‘χω σκεφτεί αυτό και, ναι, κάποτε σ’ αγάπησα. Θέλω να πω, σ’ αγάπησα πραγματικά. Όλα ήταν μια χαρά για ένα διάστημα. Ήσουν πολύ καλός».
Χαμηλώνει τα μάτια και μετά συνεχίζει. «Αλλά ήταν σαν να ήσουν αλλού. Ω, γαμώ το, δεν βγαίνει νόημα μ’ αυτά». Σταματάει.
Την κοιτάζω, περιμένω να συνεχίσει, κοιτάζω ψηλά τη γιγαντοαφίσα. Εξαφανιστείτε Εδώ.
«Δεν ξέρω αν και οι άλλοι με τους οποίους τα είχα, ήταν πραγματικά εκεί… τουλάχιστον όμως προσπαθούσαν».
Πασπατεύω τον κατάλογο, σβήνω το τσιγάρο μου.
«Εσύ δεν προσπάθησες ποτέ. Οι άλλοι έκαναν μια προσπάθεια, ενώ εσύ απλώς… Απλώς αυτό το πράγμα ήταν έξω από σένα». Πίνει άλλη μια γουλιά κρασί. «Ήσουν αλλού. Σε λυπόμουν στην αρχή, αλλά μετά μου ήταν δύσκολο. Είσαι όμορφο αγόρι, Κλέι, αλλά αυτό είναι όλο».
Παρακολουθώ τα αυτοκίνητα που περνάνε στη Σάνσετ.
«Είναι δύσκολο να λυπάσαι κάποιον που δεν νοιάζεται».
«Ναι;» ρωτάω.
«Νοιάζεσαι για κάτι; Τι σε κάνει ευτυχισμένο;»
«Τίποτα. Τίποτα δεν με κάνει ευτυχισμένο. Δεν μ’ αρέσει τίποτα», της λέω.
«Για μένα νοιάστηκες ποτέ, Κλέι;»
Δεν λέω τίποτα, κοιτάζω πάλι τον κατάλογο.
«Νοιάστηκες ποτέ για μένα;» ξαναρωτάει.
«Δεν θέλω να νοιάζομαι. Αν νοιάζομαι για διάφορα πράγματα, θα ‘ναι χειρότερα, θα ‘χω απλώς άλλη μια σκοτούρα. Είναι λιγότερο επώδυνο όταν δεν νοιάζομαι».
«Εγώ νοιαζόμουν για σένα για ένα διάστημα».
Δεν λέω τίποτα.
Βγάζει τα γυαλιά της και τελικά λέει: «Θα σε δω αργότερα, Κλέι». Σηκώνεται.
«Πού πας;» Ξαφνικά δεν θέλω ν’ αφήσω την Μπλαιρ εδώ. Σχεδόν θέλω να την πάρω μαζί μου φεύγοντας.
«Έχω ραντεβού με κάποιον για φαγητό».
«Και τι θα γίνει μ’ εμάς;»
«Τι θα γίνει μ’ εμάς;» Στέκεται εκεί για ένα λεπτό και περιμένει. Εγώ κοιτάζω συνέχεια τη γιγαντοαφίσα μέχρι που η εικόνα αρχίζει να θαμπώνει κι όταν η όρασή μου καθαρίζει πάλι, βλέπω το αυτοκίνητο της Μπλαιρ να βγαίνει από το πάρκινγκ και να χάνεται στη θολούρα της κυκλοφορίας στη Σάνσετ. Πλησιάζει ο σερβιτόρος και ρωτάει: «’Ολα εντάξει, κύριε;»
Σηκώνω το κεφάλι, βάζω τα γυαλιά μου και προσπαθώ να χαμογελάσω. «Ναι».
Μπρετ Ίστον Έλις, Λιγότερο από μηδέν (απόσπασμα), μτφρ: Ιουλία Ραλλίδη, εκδόσεις Σέλας
– – –
Το Λιγότερο από μηδέν (Less than Zero) είναι το πρώτο μυθιστόρημα που εξέδωσε ο Μπρετ Ίστον Έλις (Bret Easton Ellis) όταν ήταν ακόμη φοιτητής στο κολέγιο, το 1985. Το βιβλίο με θέμα τη “χρυσή γενιά” της Καλιφόρνιας στη δεκαετία του ’80 και το τρίπτυχο σεξ, ναρκωτικά και ροκ εν ρολ, είναι ένα χρονικό της ισοπέδωσης και της υπερβολής που εμπνέει το Λος Άντζελες και χαρακτηρίστηκε από πολλούς ως η πρώτη φωνή μιας νέας γενιάς – ό,τι υπήρξε αντίστοιχα για τη γενιά των μπητ το Οn the Road του Κέρουακ. Το βιβλίο γνώρισε πρωτοφανή επιτυχία, μεταφράστηκε σε πάρα πολλές γλώσσες, γυρίστηκε ταινία και αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για ανάλογα εγχειρήματα στη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο.