«Όταν δειπνεί μόνος στο διαμέρισμα του, καλήν ώρα, κι έχει φάει το ψάρι, τη μπριζόλα, ή το κοτόπουλο που παραγγέλνει στο εστιατόριο, κατεβαίνει μ΄ ένα κερί στα υπόγεια, που αντιλαλούν κάτω από το άδειο μέγαρο, και, αφού αναγγείλουν την παρουσία του οι αμυδρές δονήσεις των θυρών που κλείνουν βροντερά, επιστρέφει βαρύθυμος, κυκλωμένος απ’ την μυρωδιά της γης, κρατώντας ένα μπουκάλι απ’ το οποίο ξεχύνεται ένα λαμπερό νέκταρ πενήντα ετών, που κοκκινίζει ντροπαλά στο ποτήρι διαπιστώνοντας πόσο διάσημο είναι και πλημμυρίζει όλο το δωμάτιο με το άρωμα των σταφυλιών του Νότου.
Ο κύριος Τάλκινγκχορν, καθισμένος μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο με το σούρουπο να πυκνώνει, απολαμβάνει το κρασί του. Κλείνεται ακόμα περισσότερο στον εαυτό του, σα ν’ άκουσε τους ψιθύρους του για τα πενήντα χρόνια της σιωπής και της απομόνωσής του.
Πιο ανεξιχνίαστος από ποτέ, κάθεται και πίνει και, κρυφά απ’ όλους, μαλακώνει• συλλογιέται, αυτή την ώρα του δειλινού, όλα τα μυστήρια που γνωρίζει: για τα σκοτεινά δάση στην εξοχή και για μεγάλα, άδεια και κλειστά σπίτια στην πόλη• κι ίσως να χαλαλίζει και καμιά σκέψη για τον εαυτό του, για την ιστορία της οικογένειάς του, για την περιουσία του, και για την διαθήκη του –που αποτελεί μυστήριο για όλους–, καθώς και για έναν εργένη φίλο του, έναν άνθρωπο ίδιας στόφας, δικηγόρο, που έκανε την ίδια ακριβώς ζωή μέχρι τα εβδομηνταπέντε του χρόνια και τότε, συνειδητοποιώντας ξαφνικά (όπως υποθέτουν όλοι) ότι ήταν υπερβολικά μονότονη, κάποιο καλοκαιρινό βράδυ χάρισε το χρυσό του ρολόι στον κουρέα του, γύρισε δίχως να βιάζεται στο σπίτι του στο Τεμπλ, και κρεμάστηκε».
Charles Dickens, Ο Ζόφερος Οίκος, Μτφρ. Κλαίρη Παπαμιχαήλ, Εκδόσεις Βιβλιοπωλείο Gutenberg