Χρόνης Μισσιος: Η μέρα μας είναι φορτωμένη με οδύνη, αντί να είναι μια περιπέτεια…

Τα καλύτερα αποφθέγματα κορυφαίων δημιουργών

Εγγραφείτε στο κανάλι μας στο YouTube

“…Έτσι, μ’ αυτήν την κωλοεφεύρεση που τη λένε ρολόι, σπρώχνουμε τις ώρες και τις μέρες σα να μας είναι βάρος, και μας είναι βάρος, γιατί δε ζούμε, κατάλαβες; Όλο κοιτάμε το ρολόι, να φύγει κι αυτή η ώρα, να φύγει κι αυτή η μέρα, να έρθει το αύριο, και πάλι φτου κι απ’ την αρχή.

Χωρίσαμε τη μέρα σε πτώματα στιγμών, σε σκοτωμένες ώρες που τις θάβουμε μέσα μας, μέσα στις σπηλιές του είναι μας, στις σπηλιές όπου γεννιέται η ελευθερία της επιθυμίας, και τις μπαζώνουμε με όλων των ειδών τα σκατά και τα σκουπίδια που μας πασάρουν σαν “αξίες”, σαν “ανάγκες”, σαν “ηθική”, σαν “πολιτισμό”.

Κάναμε το σώμα μας ένα απέραντο νεκροταφείο δολοφονημένων επιθυμιών και προσδοκιών, αφήνουμε τα πιο σημαντικά τα πιο ουσιαστικά πράγματα, όπως να παίξουμε και να κουβεντιάσουμε με τα παιδιά και τα ζώα, με τα λουλούδια και τα δέντρα, να παίξουμε και να χαρούμε μεταξύ μας, να κάνουμε έρωτα, ν’ απολαύσουμε τη φύση, τις ομορφιές του ανθρώπινου χεριού και του πνεύματος, να κατέβουμε τρυφερά μέσα μας, να γνωρίσουμε τον εαυτό μας και τον διπλανό μας…

Όλα, όλα, Σαλονικιέ, τ’ αφήνουμε γι’ αυτό το αύριο που δεν θα έρθει ποτέ… Μόνο όταν ο θάνατος χτυπήσει κάποιο αγαπημένο μας πρόσωπο πονάμε, γιατί συνήθως σκεφτόμαστε πως θέλαμε να του πούμε τόσα σημαντικά πράγματα, όπως πόσο τον αγαπούσαμε, πόσο σημαντικός ήταν για εμάς…

Όμως το αφήσαμε για αύριο… Για να πάμε πού; Αφού ανατέλλει, δύει ο ήλιος και δεν πάμε πουθενά αλλού, παρά μόνο στο θάνατο, και ‘μεις οι μαλάκες, αντί να κλαίμε το δειλινό που χάθηκε άλλη μια μέρα απ’ τη ζωή μας, χαιρόμαστε.

Ξέρεις γιατί; Γιατί η μέρα μας είναι φορτωμένη με οδύνη, αντί να είναι μια περιπέτεια, μια σύγκρουση με τα όρια της ελευθερίας μας…”

Απόσπασμα από το βιβλίο του Χρόνη Μίσσιου “Χαμογέλα ρε, τι σου ζητάνε;”

Σύντομη βιογραφία

Ο Χρόνης Μίσσιος γεννήθηκε στην Καβάλα το 1930, από γονείς καπνεργάτες, και έζησε τα πρώτα παιδικά του χρόνια στα Ποταμούδια, μια γειτονιά γεμάτη πρόσφυγες, καπνεργάτες από τη Θάσο και παράνομους κομμουνιστές κυνηγημένους από τη δικτατορία του Μεταξά.

Είναι η περίοδος που η οικογένειά του κατέφυγε στη Θεσσαλονίκη και ο Μίσσιος δούλευε μικροπωλητής, με κασελάκι, στο λιμάνι. Το σχολείο το σταμάτησε στη δεύτερη τάξη του δημοτικού.

Από τα Γιαννιτσά, όπου τον έστειλε ο Ερυθρός Σταυρός μαζί με άλλα παιδιά για να γλιτώσουν από την πείνα της Κατοχής, πέρασε στους αντάρτες. Με την απελευθέρωση επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη και οργανώθηκε στον Δημοκρατικό Στρατό Πόλεων. Το 1947 συνελήφθη, βασανίστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο. Έζησε εννιά μήνες περιμένοντας κάθε πρωί να τον εκτελέσουν και γλίτωσε τον θάνατο χάρη σ’ ένα τυχαίο γεγονός.

Έκτοτε, μέχρι και τον Αύγουστο του 1973 (αμνηστία του Παπαδόπουλου) πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σε φυλακές και εξορίες, ως πολιτικός κρατούμενος (Μακρονήσι, Aϊ – Στράτης, Αβέρωφ, Κέρκυρα, Κορυδαλλός, κ.ά.). Εκεί έμαθε ανάγνωση και γραφή.

Το πρώτο του βιβλίο «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς…» (Γράμματα, 1985), τον καθιέρωσε από τους πρώτους μήνες της κυκλοφορίας του ως συγγραφέα στη συνείδηση κριτικής και κοινού. Την ίδια ανταπόκριση βρήκε και το δεύτερο βιβλίο του «Χαμογέλα ρε, τι σου ζητάνε;» (Γράμματα, 1988).

«…καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς»

Εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα το 1985 με το αφήγημα «…καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς», που διαβάστηκε πολύ και επαινέθηκε από την κριτική. Έμαθε γράμματα στις φυλακές και τους τόπους εξορίας, καθώς είχε εγκαταλείψει το σχολείο στην δευτέρα δημοτικού για βιοποριστικούς λόγους.

Στο βιβλίο του αυτό ξετυλίγει την τριαντάχρονη περιπέτεια συλλήψεων, φυλακίσεων και εκτοπισμών του και μετατρέπει την οδυνηρή πολιτική του εμπειρία σε ζωντανό λογοτεχνικό μύθο, καταγγέλλοντας τόσο τα βασανιστήρια και τους βασανιστές του όσο και τους κομματικούς γραφειοκράτες της Αριστεράς και τον δογματισμό τους.

«Χαμογέλα, ρε… τι σου ζητάνε»

Στα επόμενα βιβλία του ο Μίσσιος θα διατηρήσει τη θερμότητα των αισθημάτων του, μεταδίδοντας το ανθρωπιστικό του μήνυμα για έναν καλύτερο και δικαιότερο κόσμο χωρίς καμία ιδεολογική διόπτρα: από τα «Χαμογέλα, ρε… τι σου ζητάνε» (1988) και «Τα κεραμίδια στάζουν» (1991) μέχρι τα «Το κλειδί είναι κάτω από το γεράνι» (1996) και «Ντομάτα με γεύση μπανάνας» (2001).

Το έκτο και τελευταίο μυθιστόρημά του, που το έγραφε πριν από τον θάνατό του και κυκλοφόρησε τον Μάιο του 2019, έχει ως τίτλο μια παράδοξη αριθμητική πράξη «8-3=11», συμβατή μόνο με τη λογική της προσφοράς.

Άφησε την τελευταία του πνοή σε νοσοκομείο των Αθηνών, στις 20 Νοεμβρίου 2012, χτυπημένος από την επάρατο νόσο.

Εργογραφία

«Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς», Γράμματα, (1985)

«Χαμογέλα, ρε… τι σου ζητάνε;», Γράμματα, (1988)

«Τα κεραμίδια στάζουν», Γράμματα, (1991)

«Το κλειδί είναι κάτω από το γεράνι», Γράμματα, (1996)

«Ντομάτα με γεύση μπανάνας», Γράμματα, (2001)

«Ο Χρόνης Μίσσιος διαβάζει Χρόνη Μίσσιο», Bond – us music [κείμενα, αφήγηση], (2009)

Συμμετοχή σε συλλογικά έργα

«Βόλος: Μια πόλη στη λογοτεχνία», Μεταίχμιο, (2001)

«Παλίμψηστο Καβάλας», Εκδόσεις Καστανιώτη, (2009)

Εγγραφείτε στο κανάλι μας στο YouTube

Τα καλύτερα αποφθέγματα συγγραφέων και κορυφαίων δημιουργών

Εγγραφείτε στο εβδομαδιαίο newsletter

Λογοτεχνικά αποσπάσματα και τα καλύτερα αποφθέγματα κάθε εβδομάδα στο email σας...