«Το Κοράκι» («The Raven»): Το εμβληματικό ποίημα του Έντγκαρ Άλαν Πόε

Τα καλύτερα αποφθέγματα κορυφαίων δημιουργών

Εγγραφείτε στο κανάλι μας στο YouTube

«Το Κοράκι» (Ο πρωτότυπος τίτλος του στα αγγλικά είναι «The Raven») είναι αφηγηματικό ποίημα του Έντγκαρ Άλαν Πόε (1809-1849), το πιο γνωστό του σπουδαίου αμερικανού συγγραφέα, ποιητή και δοκιμιογράφου. Πρωτοδημοσιεύτηκε στις 29 Ιανουαρίου του 1845 στην εφημερίδα «New York Evening Mirror» και εκτόξευσε τη φήμη του δημιουργού του.

«Το Κοράκι» αποτελείται από 108 στίχους, χωρισμένους σε 18 ίσες στροφές. Είναι γραμμένο σε τροχαϊκό μέτρο και διακρίνεται για την πλούσια ομοιοκαταληξία του, τη μουσικότητά του, τη στυλιζαρισμένη γλώσσα του και την υπερφυσική του ατμόσφαιρα. Εξιστορεί την επίσκεψη ενός μυστηριώδους κορακιού, σ’ ένα νεαρό φοιτητή, που βρίσκεται σε απόγνωση από τον χαμό της αγαπημένης του Ελεωνόρας και οδηγείται σταδιακά στην τρέλα. Το κοράκι, που έχει λαλιά, στέκεται πάνω σ’ ένα αγαλματάκι της Παλλάδας Αθηνάς στο δωμάτιο του νεαρού φοιτητή και φαίνεται να τον προκαλεί με τη συχνή επανάληψη της λέξης «Ποτέ πιά» (Nevermore), ίσως τη διασημότερη επωδό της αγγλικής γλώσσας.

«Το Κοράκι»

Κάποια φορά, μεσάνυχτα, ενώ εμελετούσα
Κατάκοπος κι αδύναμος ένα παλιό βιβλίο
Μιας επιστήμης άγνωστης, άκουσα ένα κρότο
Σα να χτυπούσε σιγανά κανείς στη ξώπορτά μου.
«Κανένας ξένος», σκέφτηκα “οπού χτυπά τη πόρτα,
Αυτό θα είναι μοναχά και όχι τίποτ’ άλλο.

Θυμάμαι, ήταν στον ψυχρό και παγερό Δεκέμβρη
Και κάθε λάμψη της φωτιάς σαν φάντασμα φαινόταν.
Ποθούσα το ξημέρωμα· μάταια προσπαθούσα
Να δώσει με παρηγοριά στη λύπη το βιβλίο,
Για τη γλυκιά Ελεονόρα μου, την όμορφη τη κόρη
Όπως οι αγγέλοι τη καλούν, ενώ εδώ δεν έχει
Για πάντα ούτε όνομα.

Και τ’ αλαφρό μουρμουρητό που κάναν οι κουρτίνες
Με άγγιζε, με γέμιζε με τρόμους φανταχτούς,
Και για να πάψει το άγριο το χτύπημα η καρδιά μου
Σηκώθηκα φωνάζοντας: “Θα είναι κάποιος ξένος
Που ζητά να κοιμηθεί εδώ στη κάμαρά μου –
Αυτό θα είναι μοναχά και περισσότερο όχι».

Τώρα μου φάνηκε η ψυχή πιο δυνατή για τούτο,
«Κύριε», είπα, «ή Κυρά, ζητώ να συγχωρήστε,
Γιατί εγώ ενύσταζα κι ο κρότος ήταν λίγος,
Ήσυχος, που δεν άκουσα εάν χτυπά η πόρτα» –
Κι άνοιξα στους αγέρηδες ορθάνοιχτη τη πόρτα –
Σκοτάδι ήταν γύρω μου και όχι τίποτ’ άλλο.

Μες στο σκοτάδι στάθηκα ώρα πολλή μονάχος,
Γεμάτος τρόμους κι όνειρα που πρώτη φορά τότε
Η λυπημένη μου ψυχή στα βάθη της επήρε,
Μα η σιγή ήταν άσωστη και το σκοτάδι μαύρο
Κι “Ελεονόρα!” μοναχά ακούγονταν η ηχώ
Από τη λέξη που ‘βγαινε απ’ τα ανοιχτά μου χείλη.
Αυτό μονάχα ήτανε και όχι τίποτ’ άλλο.

Γυρίζοντας στη κάμαρα με μια καρδιά όλο φλόγα,
Άκουσα πάλι να χτυπούν πιο δυνατά από πρώτα.
«Σίγουρα κάποιος θα χτυπά από το παραθύρι,
Ας πάω να δω κι ας λύσω πια ετούτο το μυστήριο
Ας ησυχάσει η μαύρη μου καρδιά και θα το λύσω,
Θα είναι οι αγέρηδες και όχι τίποτ’ άλλο».

Άνοιξα το παράθυρο κι ένα κοράκι μαύρο
Με σχήμα μεγαλόπρεπο στη κάμαρα εμπήκε
Και χωρίς διόλου να σταθεί ή ν’ αμφιβάλει λίγο,
Επήγε και εκάθισε, στη πέτρινη Παλλάδα
Απάνω από τη πόρτα μου, γιομάτο σοβαρότη.
Κουνήθηκε, εκάθισε, και όχι τίποτ’ άλλο.

Το εβενόχρωμο πουλί που σοβαρό καθόταν
Tη λυπημένη μου ψυχή έκανε να γελάσει,
«Χωρίς λοφίο;», ρώτησα, «κι αν είν’ η κεφαλή σου
Δεν είσαι κάνας άνανδρος, αρχαϊκό Κοράκι,
Που κατοικείς στις πένθιμες ακρογιαλιές της Νύχτας;
Στ’ όνομα της Πλουτωνικής της Νύχτας, τ’ όνομά σου!»
Και το κοράκι απάντησε: «Ποτέ από ‘δω και πια».

Ξεπλάγηκα σαν άκουσα το άχαρο πουλί
Ν’ ακούει τόσον εύκολα τα όσα το ρωτούσα,
Αν κι η μικρή απάντηση που μου ‘δωσε δεν ήταν
Καθόλου ικανοποιητική στα όσα του πρωτόπα,
Γιατί ποτέ δεν έτυχε να δεις μες στη ζωή σου
Ένα πουλί να κάθεται σε προτομή γλυμμένη
Απάνω από τη πόρτα σου να λέει:«Ποτέ πια!».

Μα το Κοράκι από κει που ήταν καθισμένο
Δεν είπε άλλη λέξη πια, σα να ‘ταν η ψυχή του
Από τις λέξεις: «Ποτέ πια», γεμάτη από καιρό.
Ακίνητο καθότανε, χωρίς ένα φτερό του
Να κινηθεί σαν άρχιζα να ψιθυρίζω αυτά:
«Τόσοι μου φίλοι φύγανε ως και αυτές οι Ελπίδες
κι όταν θε να ‘ρθει το πρωΐ κι εσύ θε να μου φύγεις».
Μα το πουλί απάντησε: «Ποτέ από δω και πια».

Ετρόμαξα στη γρήγορη απάντηση που μου ’πε
Πάντα εκεί ακίνητο στη προτομήν απάνω.
«Σίγουρα» σκέφτηκα, «αυτό που λέει και ξαναλέει
Θα είναι ό,τι έμαθε από τον κύριό του
Που αμείλικτη η καταστροφή θα του κοψ’ το τραγούδι
Που θα ’λεγεν ολημερίς και του ’καμε να λέει
Λυπητερά το «Ποτέ πια» για τη χαμένη ελπίδα».

Μα η θέα του ξωτικού πουλιού μ’ έφερε γέλιο
Κι αρπάζοντας το κάθισμα εκάθισα μπροστά του
Και βυθισμένος σ’ όνειρα προσπάθησα να έβρω
Τι λέει με τη φράση αυτή, το μαύρο το Κοράκι,
Το άχαρο, τ’ απαίσιο, ο τρόμος των ανθρώπων,
Σαν έλεγε τις θλιβερές τις λέξεις:«Ποτέ Πια!».

Κι έτσι ακίνητος βαθιά σε μαύρες σκέψεις μπήκα
Χωρίς μια λέξη μοναχά να πω εις το Κοράκι
Που τα όλο φλόγα μάτια του μες στη καρδιά με εκαίγαν.
Έτσι σκεφτόμουν έχοντας στο βελουδένιο μέρος
Του παλαιού καθίσματος γερμένο το κεφάλι,
Στο μέρος που το χάιδευαν η λάμψη της καντήλας,
Εκεί όπου η αγάπη μου δε θ’ ακουμπήσει
Πια!

Τότε ο αγέρας φάνηκε σα να ‘ταν μυρωμένος
Από ένα θυμιατήριο αόρατο που αγγέλοι
Και Σεραφείμ το κούναγαν και τ’ αλαφρά τους πόδια
Ακούγονταν στο μαλακό χαλί της κάμαράς μου.
«Ναυαγισμένε», εφώναξα, «αναβολή σου στέλνει
Με τους αγγέλους, ο Θεός και μαύρη λησμοσύνη
Για τη χαμένη αγάπη σου την όμορφη Ελεονόρα.
Πιες απ’ το μαύρο το πιοτό της Λήθης και λησμόνα
Εκείνην όπου χάθηκε”. Και το Κοράκι είπε:
«Ποτέ από δω και πια!».

Είπα: «Προφήτη των κακών, είτε πουλί είτε δαίμων
Είτε του μαύρου πειρασμού αποσταλμένε, εσύ,
Είτε στης άγριας θύελλας το μάνιασμα χαμένε,
Αλλ’ άφοβε, στον κόσμο αυτό που κατοικεί ο Τρόμος,
Πες μου με ειλικρίνεια, υπάρχει δω στον κόσμο
Της λύπης κάνα βάλσαμο που δίνει η Ιουδαία;
Πες μου!», μα κείνο απάντησε:
«Ποτέ από δω και πια!».

«Προφήτη», είπα, «δαίμονα, της Συφοράς πουλί,
Προφήτης όμως πάντοτε, στον Ουρανό σ’ ορκίζω,
Που απλώνεται από πάνω μας παρηγορήτρα αψίδα,
Εις του Θεού το όνομα που οι δυο μας τον λατρεύουν,
Πες μου αν στον Παράδεισο θε ν’ αγκαλιάσω κείνη,
Εκείνη που οι άγγελοι τη λεν Ελεονόρα»;
Και το κοράκι απάντησε:
«Ποτέ από δω και πια!».

«Ας γίνει η μαύρη λέξη σου το σύνθημα να φύγεις»,
Εφώναξα αγριωπός πηδώντας κει, μπροστά του.
«Πήγαινε πάλι να χαθείς στην άγρια καταιγίδα
Ή γύρνα στις ακρογιαλιές της Πλουτωνείου Νύχτας
Ούτ’ ένα μαύρο σου φτερό δε θέλω δω ν’ αφήσεις
Ενθύμιση της φράσης σου της ψεύτικης και πλάνας
Βγάλ’ απ’ τη δόλια μου καρδιά το ράμφος που έχεις μπήξει
Και σύρε τη φανταστική μορφή σου στα σκοτάδια!»
Και το Κοράκι απάντησε:
«Ποτέ από δω και πια!».

Και το Κοράκι ακίνητο στη προτομή όλο μένει,
Στης Αθηνάς τη προτομή απάνω από τη πόρτα
Και τ’ αγριωπά τα μάτια του σα του Διαβόλου μοιάζουν
Όταν μονάχος σκέφτεται. Και το θαμπό λυχνάρι
Ρίχνει σκια στο πάτωμα σαν πέφτει στο Κοράκι.
Και η ψυχή μου ανήμπορη δε θα μπορέσει πια
Να βγει απ’ τον αμφίβολο τον κύκλο της Σκιάς
Που φαίνεται στο πάτωμα.
Ποτέ από δω και πια!

Μετάφραση: Κώστας Ουράνης

***

The Raven

Once upon a midnight dreary, while I pondered, weak and weary,
Over many a quaint and curious volume of forgotten lore,
While I nodded, nearly napping, suddenly there came a tapping,
As of some one gently rapping, rapping at my chamber door.
“‘Tis some visitor,” I muttered, “tapping at my chamber door-
Only this, and nothing more.”

Ah, distinctly I remember it was in the bleak December,
And each separate dying ember wrought its ghost upon the floor.
Eagerly I wished the morrow;- vainly I had sought to borrow
From my books surcease of sorrow- sorrow for the lost Lenore-
For the rare and radiant maiden whom the angels name Lenore-
Nameless here for evermore.

And the silken sad uncertain rustling of each purple curtain
Thrilled me- filled me with fantastic terrors never felt before;
So that now, to still the beating of my heart, I stood repeating,
“‘Tis some visitor entreating entrance at my chamber door-
Some late visitor entreating entrance at my chamber door;-
This it is, and nothing more.”

Presently my soul grew stronger; hesitating then no longer,
“Sir,” said I, “or Madam, truly your forgiveness I implore;
But the fact is I was napping, and so gently you came rapping,
And so faintly you came tapping, tapping at my chamber door,
That I scarce was sure I heard you”- here I opened wide the door;-
Darkness there, and nothing more.

Deep into that darkness peering, long I stood there wondering,
fearing,
Doubting, dreaming dreams no mortals ever dared to dream before;
But the silence was unbroken, and the stillness gave no token,
And the only word there spoken was the whispered word, “Lenore!”
This I whispered, and an echo murmured back the word, “Lenore!”-
Merely this, and nothing more.

Back into the chamber turning, all my soul within me burning,
Soon again I heard a tapping somewhat louder than before.
“Surely,” said I, “surely that is something at my window lattice:
Let me see, then, what thereat is, and this mystery explore-
Let my heart be still a moment and this mystery explore;-
‘Tis the wind and nothing more.”

Open here I flung the shutter, when, with many a flirt and
flutter,
In there stepped a stately raven of the saintly days of yore;
Not the least obeisance made he; not a minute stopped or stayed he;
But, with mien of lord or lady, perched above my chamber door-
Perched upon a bust of Pallas just above my chamber door-
Perched, and sat, and nothing more.

Then this ebony bird beguiling my sad fancy into smiling,
By the grave and stern decorum of the countenance it wore.
“Though thy crest be shorn and shaven, thou,” I said, “art sure no craven,
Ghastly grim and ancient raven wandering from the Nightly shore-
Tell me what thy lordly name is on the Night’s Plutonian shore!”
Quoth the Raven, “Nevermore.”

Much I marvelled this ungainly fowl to hear discourse so plainly,
Though its answer little meaning- little relevancy bore;
For we cannot help agreeing that no living human being
Ever yet was blest with seeing bird above his chamber door-
Bird or beast upon the sculptured bust above his chamber door,
With such name as “Nevermore.”

But the raven, sitting lonely on the placid bust, spoke only
That one word, as if his soul in that one word he did outpour.
Nothing further then he uttered- not a feather then he fluttered-
Till I scarcely more than muttered, “other friends have flown before-
On the morrow he will leave me, as my hopes have flown before.”
Then the bird said, “Nevermore.”

Startled at the stillness broken by reply so aptly spoken,
“Doubtless,” said I, “what it utters is its only stock and store,
Caught from some unhappy master whom unmerciful Disaster
Followed fast and followed faster till his songs one burden bore-
Till the dirges of his Hope that melancholy burden bore
Of ‘Never- nevermore’.”

But the Raven still beguiling all my fancy into smiling,
Straight I wheeled a cushioned seat in front of bird, and bust and door;
Then upon the velvet sinking, I betook myself to linking
Fancy unto fancy, thinking what this ominous bird of yore-
What this grim, ungainly, ghastly, gaunt and ominous bird of yore
Meant in croaking “Nevermore.”

This I sat engaged in guessing, but no syllable expressing
To the fowl whose fiery eyes now burned into my bosom’s core;
This and more I sat divining, with my head at ease reclining
On the cushion’s velvet lining that the lamplight gloated o’er,
But whose velvet violet lining with the lamplight gloating o’er,
She shall press, ah, nevermore!

Then methought the air grew denser, perfumed from an unseen censer
Swung by Seraphim whose footfalls tinkled on the tufted floor.
“Wretch,” I cried, “thy God hath lent thee- by these angels he
hath sent thee
Respite- respite and nepenthe, from thy memories of Lenore!
Quaff, oh quaff this kind nepenthe and forget this lost Lenore!”
Quoth the Raven, “Nevermore.”

“Prophet!” said I, “thing of evil!- prophet still, if bird or devil!-
Whether Tempter sent, or whether tempest tossed thee here ashore,
Desolate yet all undaunted, on this desert land enchanted-
On this home by horror haunted- tell me truly, I implore-
Is there- is there balm in Gilead?- tell me- tell me, I implore!”
Quoth the Raven, “Nevermore.”

“Prophet!” said I, “thing of evil- prophet still, if bird or devil!
By that Heaven that bends above us- by that God we both adore-
Tell this soul with sorrow laden if, within the distant Aidenn,
It shall clasp a sainted maiden whom the angels name Lenore-
Clasp a rare and radiant maiden whom the angels name Lenore.”
Quoth the Raven, “Nevermore.”

“Be that word our sign in parting, bird or fiend,” I shrieked, upstarting-
“Get thee back into the tempest and the Night’s Plutonian shore!
Leave no black plume as a token of that lie thy soul hath spoken!
Leave my loneliness unbroken!- quit the bust above my door!
Take thy beak from out my heart, and take thy form from off my
door!”
Quoth the Raven, “Nevermore.”

And the Raven, never flitting, still is sitting, still is sitting
On the pallid bust of Pallas just above my chamber door;
And his eyes have all the seeming of a demon’s that is dreaming,
And the lamplight o’er him streaming throws his shadow on the floor;
And my soul from out that shadow that lies floating on the floor
Shall be lifted- nevermore!

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Έντγκαρ Άλαν Πόε (Edgar Allan Poe)- Βιογραφία

Εγγραφείτε στο κανάλι μας στο YouTube

Τα καλύτερα αποφθέγματα συγγραφέων και κορυφαίων δημιουργών

Εγγραφείτε στο εβδομαδιαίο newsletter

Λογοτεχνικά αποσπάσματα και τα καλύτερα αποφθέγματα κάθε εβδομάδα στο email σας...