Ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο “Πώς δουλεύει η λογοτεχνία” του Τζέημς Γουντ:
***
46.
Η λογοτεχνία διαφέρει από τη ζωή, επειδή η ζωή είναι γεμάτη από αταξινόμητες και άμορφες λεπτομέρειες και πολύ σπάνια μας κατευθύνει προς αυτές, ενώ η λογοτεχνία μας διδάσκει να τις παρατηρούμε – να παρατηρούμε, για παράδειγμα, πώς η μητέρα μου συχνά σκουπίζει τα χείλη της ακριβώς πριν με φιλήσει· τον διαπεραστικό ήχο της ντιζελομηχανής ενός λονδρέζικου ταξί την ώρα που περιμένει αναμμένη· τις λευκές γραμμές πάνω στα παλιά δερμάτινα σακάκια που μοιάζουν με τις ραβδώσεις του λίπους σε ένα κομμάτι κρέας· το πώς τρίζει το φρέσκο χιόνι όταν το πατάς· τα χεράκια ενός μωρού που είναι τόσο παχουλά που μοιάζουν δεμένα με σκοινάκια (τα άλλα παραδείγματα είναι δικά μου, αλλά το τελευταίο είναι του Τολστόι).*
47.
Αυτή η διδασκαλία είναι διαλεκτική. Η λογοτεχνία μας κάνει να παρατηρούμε καλύτερα τη ζωή· στην πορεία ασκούμαστε στην ίδια τη ζωή· πράγμα που με τη σειρά του μας κάνει να διαβάζουμε καλύτερα τη λεπτομέρεια στη λογοτεχνία· που με τη σειρά του μας κάνει καλύτερους αναγνώστες της ζωής, και ούτω καθεξής. Όποιος διδάσκει λογοτεχνία αντιλαμβάνεται αμέσως ότι οι περισσότεροι νέοι αναγνώστες δεν είναι καλοί στην παρατήρηση. Ξέρω και ο ίδιος από τα παλιά μου βιβλία, με τις αμέτρητες σημειώσεις που έγραφα είκοσι χρόνια πριν ως φοιτητής, ότι υπογράμμιζα συστηματικά με ενθουσιασμό λεπτομέρειες και εικόνες και μεταφορές που τώρα μου φαίνονται κοινότοπες, ενώ προσπερνούσα ανύποπτος πράγματα που σήμερα μου φαίνονται εκπληκτικά. Μεγαλώνουμε, ως αναγνώστες, και οι εικοσάρηδες είναι σχεδόν παρθένοι. Δεν έχουν ακόμη διαβάσει αρκετή λογοτεχνία ώστε να έχουν διδαχθεί από αυτήν πώς να τη διαβάζουν.
—
* Είναι από την Άννα Καρένινα και είναι ένα από τα πιο ωραία παραδείγματα αυτολογοκλοπής. Στο μυθιστόρημα αυτό δύο μωρά και όχι ένα –το ένα του Λέβιν και το άλλο της Άννας– περιγράφονται έτσι, σαν να είχαν σκοινάκια δεμένα στα παχουλά τους χεράκια. Με τον ίδιο τρόπο, στον Ντέηβιντ Κόπερφιλντ, ο Ντίκενς παρομοιάζει το ανοιχτό στόμα του Ουράια Χιπ με ταχυδρομείο και το ανοιχτό στόμα του Γουίμικ στις Μεγάλες προσδοκίες πάλι με ταχυδρομείο. Ο Σταντάλ γράφει στο Κόκκινο και το μαύρο ότι η πολιτική καταστρέφει ένα μυθιστόρημα με τον ίδιο τρόπο που ένας πυροβολισμός καταστρέφει ένα κονσέρτο, και επαναλαμβάνει αργότερα την ίδια εικόνα στο Μοναστήρι της Πάρμας. Ο Χένρυ Τζέημς γράφει ότι ο Μπαλζάκ, με τη καλογερική του αφιέρωση στην τέχνη του, ήταν «ένας Βενεδικτίνος του πραγματικού», μια φράση που του άρεσε τόσο ώστε τη χρησιμοποίησε και πάλι για τον Φλωμπέρ.
***
Το βιβλίο “Πώς δουλεύει η λογοτεχνία” του Τζέημς Γουντ κυκλοφορεί από τις εκδόσεις “Αντίποδες” (Μτφρ. Κώστας Σπαθαράκης)
O Τζέημς Γουντ, κριτικός λογοτεχνίας, δοκιμιογράφος και μυθιστοριογράφος, γεννήθηκε το 1965.
Υπήρξε συνεργάτης του Guardian, του The New Republic, και από το 2014 τακτικός συνεργάτης του New Yorker, ενώ διδάσκει Θεωρία λογοτεχνίας στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ.