Το 2008, ο Ινδός Αραβίντ Αντίγκα κέρδισε το λογοτεχνικό βραβείο Μπούκερ για το πρώτο του κιόλας μυθιστόρημα με τίτλο «Ο ΛΕΥΚΟΣ ΤΙΓΡΗΣ».
Το βιβλίο έχει πρωταγωνιστή έναν άνδρα, ο οποίος μετέρχεται όλα τα μέσα για να εκπληρώσει το όνειρό του να ξεφύγει από το φτωχό χωριό του για μια επιτυχημένη ζωή στη μεγάλη πόλη.
Σε ηλικία 34 ετών, ο Αντίγκα ήταν ο μικρότερος από τους υποψήφιους για το βραβείο. Ο πρόεδρος της κριτικής επιτροπής Μάικλ Πορτίλο είχε δήλωσει ότι το βιβλίο ήταν εντυπωσιακό: «Το μυθιστόρημα ήταν από πολλές απόψεις τέλειο. Ειναι πραγματικά δύσκολο να βρεις δομικές ατέλειες σε αυτό».
Ορισμένοι κατηγόρησαν τον Αντίγκα, ο οποίος ζούσε στην Βομβάη, ότι περιγράφει με αρνητικά χρώματα τη σύγχρονη Ινδία, ωστόσο ο ίδιος απάντησε ότι ήθελε να γράψει για όλες τις πτυχές της ινδικής κοινωνίας.
Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε το 2021 από το NETFLIX και η ταινία που βασίζεται στο βιβλίο σε σκηνοθεσία Ραμίν Μπαχράνι με πρωταγωνιστές τους Αντάρς Γκουράβ, Ρατζκουμάρ Ράο, Πριγιάνκα Τσόπρα.
Μια συνέντευξη του συγγραφέα Αραβίντ Αντίγκα
Απόσπασμα από συνέντευξη του συγγραφέα στην εφημερίδα The Guardian (18 Οκτωβρίου 2008)
Πώς είχατε το θράσος, ρωτάω τον Αραβίντ Αντίγκα, να γράψετε ένα μυθιστόρημα για τις εμπειρίες των φτωχών της Ινδίας; Στο κάτω κάτω, εσείς είστε ένας αξιοζήλευτος νεαρός μεσοαστός, γεννημένος στο Μαντράς, σπουδαγμένος στην Οξφόρδη, πρώην ανταποκριτής του περιοδικού ΤΙΜΕ. Πώς μπορείτε να κατανοήσετε τι έχει ζήσει ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου σας, ένας παραπεταμένος, αμόρφωτος νεαρός ταπεινής καταγωγής που μετατρέπεται σε ανήθικο επιχειρηματία και φονιά;
Μιλάμε με τον Αντίγκα λίγο μετά την απονομή σ’ αυτόν του βραβείου Μπούκερ, με έπαθλο 50.000 στερλίνες, για το πρώτο του μυθιστόρημα, «Ο λευκός τίγρης» (έχει κυκλοφορήσει στα ελληνικά από τις εκδόσεις Μοντέρνοι Καιροί, σε μετάφραση Ρένας Χατχούτ). Το βιβλίο έχει ξεσηκώσει οργή στην Ινδία για το δυσμενές πορτρέτο του ινδικού οικονομικού θαύματος που σκιαγραφεί. Για τον δυτικό αναγνώστη, είναι αρκετά ερεθιστικό: διαθέτει έναν ανελέητο ρεαλισμό που συνήθως λείπει από τις ινδικές ταινίες και τα μυθιστορήματα. Κάνει τα «Παιδιά του Μεσονυχτίου», το χρονικό της μετα-αποικιακής Ινδίας που έγραψε ο Σαλμάν Ρουσντί και που επίσης κέρδισε το Μπούκερ, να φαίνεται εντελώς άκακο. Ο ινδικός οργανισμός τουρισμού σίγουρα θα είναι έξω φρενών.
Ο Αντίγκα με κοιτάζει με κουρασμένα μάτια και λέει: «Δεν νομίζω ότι ένας μυθιστοριογράφος πρέπει να γράφει μόνο για τις δικές του εμπειρίες. Ναι, είμαι γιος γιατρού· ναι, έκανα καλές ακαδημαϊκές σπουδές, αλλά για μένα η πρόκληση είναι να γράφω για ανθρώπους που δεν μου μοιάζουν καθόλου».
Μήπως, όμως, ο Αντίγκα εμφανίζεται σαν ένας λογοτεχνικός τουρίστας που αναμασάει τα βάσανα των άλλων και κλέβει τις θλιβερές ιστορίες τους για να ικανοποιήσει τις συγγραφικές του φιλοδοξίες; «Μα, αυτά που περιγράφω είναι η πραγματικότητα για πάρα πολλούς Ινδούς, η οποία είναι πολύ σημαντικό να γραφτεί, αντί να ακούμε απλώς τι συμβαίνει στο 5% των ανθρώπων της χώρας μου που περνάνε καλά. Σ’ ένα μέρος σαν το Μπιχάρ δεν θα βρεις γιατρούς στα νοσοκομεία. Στη βόρεια Ινδία η κυρίαρχη πολιτική είναι τόσο διεφθαρμένη που συνιστά κοροϊδία της δημοκρατίας. Είναι μια χώρα όπου οι φτωχοί φοβούνται τη φυματίωση, που σκοτώνει 1.000 Ινδούς κάθε μέρα, αλλά άνθρωποι όπως εγώ -μεσοαστοί με πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας καλύτερες και από αυτές της Αγγλίας- δεν τη φοβούνται καθόλου. Είναι μια ντεμοντέ αρρώστια, όπως πολλά άλλα πράγματα από τα οποία υποφέρουν οι φτωχοί της Ινδίας».
«Σε μια εποχή όπου η Ινδία περνάει μεγάλες αλλαγές και, μαζί με την Κίνα, ετοιμάζεται να κληρονομήσει τον κόσμο από τη Δύση, είναι σημαντικό συγγραφείς όπως εγώ να προσπαθήσουν να ρίξουν φως στις κτηνώδεις αδικίες της κοινωνίας. Αυτό έκαναν συγγραφείς όπως ο Φλομπέρ, ο Μπαλζάκ και ο Ντίκενς τον 19ο αιώνα, και συνέβαλαν στο να γίνουν η Αγγλία και η Γαλλία καλύτερες κοινωνίες. Αυτό προσπαθώ να κάνω κι εγώ – δεν πρόκειται για επίθεση στη χώρα, αλλά για την ευρύτερη διαδικασία της αυτογνωσίας μας».
Ακούγοντας αυτά, θα περίμενες ίσως το βιβλίο να είναι βαρετά διδακτικό. Ευτυχώς, αυτό δεν ισχύει καθόλου για τον «Λευκό Τίγρη». Αντίθετα, έχει έναν γοητευτικό, παμπόνηρο, μεγαλομανή αφηγητή, που συλλογιέται την απίστευτη εξέλιξή του, από γιος οδηγού ρίκσο (το γνωστό ταξί-ποδήλατο) και σερβιτόρος σε επαρχιώτικο τεϊοποτείο, σε επιτυχημένο επιχειρηματία στη λαμπερή, μεταβιομηχανική, τεχνολογικά προηγμένη Μπανγκαλόρ.
Ο Μπαλράμ Χαλβάι αφηγείται την ιστορία του μέσα από επιστολές που γράφει, αλλά δεν στέλνει, στον Κινέζο πρωθυπουργό, Ουέν Τζιμπάο. Ο Ουέν θέλει να επισκεφθεί την Ινδία για να μάθει πώς καταφέρνει να παράγει καλούς επιχειρηματίες, κι έτσι ο Μπαλράμ αναλαμβάνει να του εξηγήσει πώς να κερδίσει δύναμη και επιρροή στη σύγχρονη Ινδία. Η ιστορία του Μπαλράμ, ωστόσο, είναι γεμάτη δωροδοκίες, διαφθορά, απάτες, λαθρεμπόριο τοξικών αποβλήτων, κλεψιές και δολοφονίες. Το αν η Κίνα μπορεί να εισαγάγει αυτό το επιχειρηματικό μοντέλο είναι αμφίβολο.
Ο Μπαλράμ έχει έρθει από το μέρος εκείνο που ο Αντίγκα αποκαλεί «Σκοτάδι» -την καρδιά της αγροτικής Ινδίας- και καταφέρνει να δραπετεύσει από την οικογένειά του και από τη φτώχεια δουλεύοντας ως οδηγός σ’ έναν κτηματία από το χωριό του, που πηγαίνει στο Δελχί για να δωροδοκήσει κυβερνητικούς αξιωματούχους. Γιατί έκανε τον Μπαλράμ σοφέρ; «Με ενδιαφέρει το δίπολο ενεργητικού – παθητικού. Ο σοφέρ είναι υπηρέτης, αλλά επίσης είναι, τουλάχιστον όταν οδηγεί, αφεντικό, κι έτσι η όλη σχέση ανατρέπεται». Ο Αντίγκα γνώρισε τη χεγκελιανή διαλεκτική αφέντη – δούλου μόνο διαβάζοντας τη Γενεαλογία της Ηθικής του Νίτσε. Η διαλεκτική όμως αυτή είναι η ραχοκοκαλιά του μυθιστορήματός του: ο υπηρέτης σκοτώνει τον αφέντη για να κατακτήσει την ελευθερία του.
Ο συγγραφέας συνέλαβε το μυθιστόρημα, ενώ ταξίδευε στην Ινδία και έγραφε για το περιοδικό ΤΙΜΕ. «Πέρασα πολύ καιρό τριγυρίζοντας σε σταθμούς και μιλώντας με οδηγούς ρίκσο. Με εντυπωσίασε η ευφυΐα τους. Μου θύμισαν τους μαύρους Αμερικανούς, με την έννοια ότι είναι πνευματώδεις, πικρόχολοι, ετοιμόλογοι, και χωρίς καμιά απολύτως αυταπάτη γι’ αυτούς που κυβερνούν».
Δεν είναι παράξενο λοιπόν που οι σημαντικότερες λογοτεχνικές επιρροές του συγγραφέα ήταν τρεις μεγάλοι Αφροαμερικανοί συγγραφείς του 20ού αιώνα – ο Ραλφ Ελισον, ο Τζέιμς Μπόλντουιν και ο Ρίτσαρντ Ράιτ. «Ο Αόρατος Ανθρωπος του Ελισον ήταν πολύ σημαντικός για μένα. Το βιβλίο αυτό το αντιπάθησαν λευκοί και μαύροι. Το δικό μου βιβλίο θα ξεσηκώσει κι αυτό πολλή αγανάκτηση. Ο Μπαλράμ είναι ο αόρατος άνθρωπος που έγινε ορατός. Αυτός ο λευκός τίγρης θα σπάσει το κλουβί του και θα βγει έξω».
Για τους Ινδούς αναγνώστες, ένα από τα πιο ανησυχητικά σημεία αυτής της ρήξης είναι το ότι ο Μπαλράμ κόβει τους δεσμούς με την οικογένειά του. «Αυτό είναι επαίσχυντο για έναν Ινδό. Στην Ινδία, δεν υπήρξε ποτέ ισχυρός κεντρικός πολιτικός έλεγχος, γι’ αυτό ίσως η οικογένεια είναι ακόμα τόσο σημαντική. Αν κακομιλήσεις στη μητέρα σου στην Ινδία, είναι έγκλημα τόσο βαρύ όσο εδώ το να κλέψεις. Ωστόσο, οι οικογενειακοί δεσμοί αρχίζουν να σπάνε όταν ανώνυμες, αντι-παραδοσιακές πόλεις σαν την Μπανγκαλόρ τραβούν τους νέους από τα χωριά. Υπάρχουν πραγματικά νέες εντάσεις στην Ινδία, αλλά οι Ινδοί δεν τις σκέφτονται. Οι μεσοαστοί, ιδιαίτερα, θεωρούν ακόμα τους εαυτούς τους θύματα της αποικιοκρατίας. Αλλά δεν έχει πλέον κανένα νόημα για μένα να σκέφτομαι ότι είμαι θύμα δικό σου. Η Ινδία και η Κίνα είναι πολύ ισχυρές και δεν μπορούν πλέον να ελέγχονται από τη Δύση».
«Πρέπει εμείς οι Ινδοί να τα ξεπεράσουμε αυτά και να αναλάβουμε την ευθύνη για ό,τι μας κρατάει πίσω». Και τι κρατάει την Ινδία πίσω; «Η διαφθορά, η έλλειψη υπηρεσιών υγείας για τους φτωχούς και η πεποίθηση ότι η οικογένεια είναι πάντα το φρούριο του καλού». Λέει ότι έχει γράψει το δεύτερο μυθιστόρημά του, αλλά δεν θέλει να μιλήσει γι’ αυτό. Πιθανόν να περιγράφει και πάλι τις αφόρητες ωδίνες τοκετού της νέας Ινδίας. Ας ελπίσουμε ότι θα διανθίσει την αφήγησή του με ακόμα περισσότερο χιούμορ.
Το μυθιστόρημα περιγράφει πλήθος εξευτελισμούς που μασκαρεύονται σαν υπαλληλικά καθήκοντα. Αυτή είναι η Ινδία, υποστηρίζει ο Αντίγκα, καθώς το Δελχί αναδύεται σαν ένα πιο ανατολικό Ντουμπάι, με τα «κέντρα τηλεφωνικών υπηρεσιών» να απομυζούν τους νέους από τα χωριά. Η χώρα νιώθει τους κραδασμούς της αστυφιλίας που συγκλόνισαν τη Δύση πριν από δύο αιώνες. «Φίλοι που έρχονταν στην Ινδία μου έλεγαν πάντα ότι τους προκαλούσε έκπληξη που υπήρχε τόσο λίγη εγκληματικότητα». Ο Μπαλράμ προσφέρει μια εξήγηση: δουλικότητα. «Μια χούφτα άνθρωποι σ’ αυτή τη χώρα έχουν εκπαιδεύσει τους υπόλοιπους 99,9% -όσο δυνατοί, ευφυείς και ταλαντούχοι κι αν είναι- να ζουν μέσα σε αέναη δουλικότητα». Αυτό που ο Μπαλράμ αποκαλεί «αξιοπιστία των υπηρετών» είναι η βάση ολόκληρης της ινδικής οικονομίας. Σε αντίθεση με την Κίνα, σκέφτεται, η Ινδία δεν χρειάζεται δικτατορία ή μυστική αστυνομία για να αναγκάσει τον λαό της να υπηρετεί σκυθρωπά τους οικονομικούς στόχους της.
L.W.